σχίζαι

σχίζαι
σχίζα
piece of wood cut off
fem nom/voc pl
σχίζᾱͅ , σχίζα
piece of wood cut off
fem dat sg (doric aeolic)
σχίζα
piece of wood cut off
fem nom/voc pl (ionic)
σχίζᾱͅ , σχίζα
piece of wood cut off
fem dat sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παδησχέαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σχίζαι» …   Dictionary of Greek

  • σχίζα — Μικρό νησί στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος, που ανήκει στη μικρή νησιώτικη συστάδα των Οινουσών. Λέγεται και Σκίζα. Έχει έκταση 12,3 τ.χλμ. και μέσο υψόμετρο 10. Κατοικείται περιστασιακά από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ψαράδες. Η Σ. υπάγεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”